- μεταπλαστός
- -ή, -ό1. αυτός που επιδέχεται μετάπλαση, ο μεταβλητός2. γραμμ. φρ. «μεταπλαστά ονόματα» — ονόματα τών οποίων το θέμα δεν διατηρείται σε όλους τους τύπους, αλλά μεταβάλλεται στις διάφορες πτώσεις, όπως, λ.χ. το γόνυ, τού γόνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλάθω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Δ. Ζηκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.